- εκνεύριση
- η (Μ ἐκνεύρισις)νεοελλ.διέγερση τών νεύρων, ενόχλησημσν.1. αφαίρεση τών νεύρων2. εξασθένηση, παράλυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκνεύριση — η η διέγερση των νεύρων, ο νευρικός παροξυσμός, το νευρίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκνευρίσῃ — ἐκνευρίσηι , ἐκνεύρισις unnerving fem dat sg (epic) ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj act 3rd sg ἐκνευρίζω cut the sinews fut ind mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut the sinews aor subj mid 2nd sg ἐκνευρίζω cut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)